- τροπολόγος
- τροπολόγ-ος (parox.), ὁ,A reciter of select passages (?), MAMA3.217, 452 ([place name] Corycus).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροπολόγος — ὁ, Α αυτός που απαγγέλλει εκλεκτά αναγνώσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπος + λόγος*] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
τροπολογώ — τροπολογῶ, έω, ΝΜΑ [τροπολόγος] νεοελλ. εισάγω τροπολογία ή τροπολογίες μσν. αρχ. μιλώ, εκφράζομαι με μεταφορικό τρόπο, με μεταφορές … Dictionary of Greek